- ἐκπλήρωμα
- ἐκπλήρωμαfilling upneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκπλήρωμα — ἐκπλήρωμα, το (Α) 1. το γέμισμα 2. μαξιλαράκι που έβαζαν κάτω από τη μασχάλη σε περιπτώσεις εξαρθρωμάτων … Dictionary of Greek
ἐκπληρώματος — ἐκπλήρωμα filling up neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)